Τετάρτη 1 Νοεμβρίου 2023

ΕΙΔΗ ΠΡΟΙΚΟΣ


 

Ανέβαινα τη Βάρναλη χωρίς σκοπό. Είναι από τις φορές που περπατάς εδώ κι όταν συνέρχεσαι βρίσκεσαι εκεί. Πως βρέθηκα στη γειτονιά , άγνωστο. Είχε σουρουπώσει και ράθυμοι γονείς ξεροστάλιαζαν έξω από τα φροντιστήρια.

 Σε είδα. Στεκόσουν στην άκρη μιας βιτρίνας και χάζευες ? μήπως με είδες κι ήθελες να με αποφύγεις ? σε είδα καθαρά. Με βήμα γοργό στάθηκα στην άλλη άκρη της βιτρίνας. Δεν γύρισα να κοιτάξω. Σίγουρα ούτε κι εσύ. Θα το καταλάβαινα . Πάντα με έκαιγε το βλέμμα σου όπου με άγγιζε.

Και τι μαγαζί είν τούτο? Παπλώματα, κουβέρτες, πανωσέντονα-άρα και κατωσέντονα, προσόψια , μαξιλάρια και τα συναφή. Στο καιρό της μανούλας μου τα έλεγαν ΕΙΔΗ ΠΡΟΙΚΟΣ. Εμείς θυμάμαι ψωνίζαμε από πλανόδιο με δόσεις αλλά αργότερα ανοίξανε και μαγαζιά.

Στο κέντρο ένα μεγάλο υπέρδιπλο στρωμένο με λευκά σεντόνια αυτά με μια ρίγα γυαλιστερή και μια ματ εναλλάξ.  Πάνω του μαξιλάρια φουσκωτά να ξαπλώνεις σαν πασάς. Θυμάσαι την πρώτη φορά ? είχα δυσκολευτεί να σε πείσω μα δεν ήθελα η πρώτη μας φορά να στριμωχτεί στο αυτοκίνητο ή σε κανά παρκάκι του κινδύνου. Ξενοδοχείο πολυτελείας όμως . Το ημιδιαμονής ήταν κάπως. Διάλεξα ένα κεντρικό με πολλές εισόδους. Είχα κάνει κράτηση τηλεφωνικά να μην φανεί στην πιστωτική. Σ ένα ταλαίπωρο σακ βουαγιάζ που είχα στο γραφείο ,  έβαλα άχρηστους φακέλους , ένα φούτερ λιωμένο , είδη καλλωπισμού και ξεκίνησα. Τουρίστας κι έτσι. Είχα προετοιμαστεί για όλες τις πιθανές ερωτήσεις του ρεσεψιονίστ. Δεν με ρώτησε τίποτα, συμπλήρωσα το χαρτί κι έμαθα ωράρια πρωινού κλπ. Κλπ.

Μπαίνοντας στο ασανσέρ σου έστειλα το sms : 412.

Περιεργάστηκα τις ντουλάπες, βεβαιώθηκα ότι στο μινιμπάρ έχει το ποτό που πίνεις και κοκακολες. Χάζευα από το παράθυρο τον κόσμο στην πλατεία. Ακουσα νυχάκια στην πόρτα. Ανοιξα. Μπήκες. Δεν με κοίταξες . Κοιτάγαμε κι δυό το κρεββάτι που δέσποζε στο κέντρο. Πέρασαν 2,5 αιώνες αμηχανίας. Κάναμε έρωτα σαν να μην υπάρχει αύριο. Παντού, στην πολυθρόνα , στο πάτωμα ,παντού. Πολύ αργότερα , κουρνιασμένοι αγκαλιά στον καναπέ, κοιτούσαμε το άθικτο κρεββάτι. Σηκώθηκες στα ακροδάκτυλα, τυλίχτηκες με μια πετσέτα κι άρχισες να χοροπηδάς πάνω του  και να  σκας με τρέλα στα μαξιλάρια.

Μην μας πουν και ξενέρωτους, είπες.

 

Εχει πιάσει να νυχτώνει. Όλα τα φώτα της βιτρίνας ανάψανε. Το είδωλο μου κάνει ένα γενναίο βήμα δεξιά κι απλώνει το χέρι του. Το είδωλο σου κάνει ένα διστακτικό βήμα αριστερά και απλώνει το χέρι του. Χεράκι-Χεράκι.

 

Μια ολόκληρη βιβλιοθήκη γεμάτη μπουρνούζια, κι όλα λευκά ρε φίλε! Σε άλλα χρώματα δε βγαίνει ?  Οταν άνοιξες το ντουλαπόφυλλο πήρες αυτό το υφάκι που τόσο μου σπάει τα νεύρα!!! Στ αριστερά κρεμασμένο ένα γυναικείο  πάλευκο γυναικείο μπουρνουζάκι . Στα δεξιά -μη γελάς, μη γελάς – ένα αντρικό σε χρώμα μπορντοροδοκόκκινο . Αρχοντιά ρε φίλε, σαν τον Μπουγά τον πλανητάρχη ! Μας άρεσε να κάνουμε μπάνιο μαζί. Στεκόμασταν ώρες κάτω από το  ντούς αγκαλιασμένοι. Επαιζα με τον μείκτη της θερμοκρασίας , στρίγγλιζες και μ έσφιγγες. Λίγο αργότερα , όταν μου έδενες τη ζώνη , έπαιρνα τα πολλά νερά από τα μαλλάκια σου ταμποναριστά με μια πετσέτα κεντητή όπως αυτή πάνω στο ταμείο που πακετάρει η υπάλληλος.

Βάλαμε στο δίσκο όλα τα φαγώσιμα του πρωινού και τον απόθεσα στο δάπεδο του μπαλκονιού. Ο ήλιος είχε πυρώσει τα πλακάκια και ήταν ευχάριστο να καθόμαστε χάμω. Άλλη μια συνήθεια που σου είχα κολλήσει. Μέχρι να φέρω τους καφέδες έφαγες όλο το προσούτο γαιδούρα !. Μασουλώντας χαζεύαμε μέσα απ τα κάγκελα τον κόσμο να περιδιαβαίνει στα σοκάκια και τη θάλασσα στο βάθος. Μια Τρίτη στο Cinque Terre.

 

Τα νέα ζευγάρια πάνε πάντα στα μαξιλάρια καρτούν. Καρατσεκαρισμένο. Και αργεί για του Βαλεντίνου. Ζευγάρι. Ακόμα κι όταν τα ΠΡΕΠΕΙ και τα ΔΕΝ συνθλίβουν τα ΘΕΛΩ. Δυσβάστακτο το κόστος των επιλογών. Δεν ήθελα πολλά. Να υπάρχεις στη ζωή μου ήθελα. Όπως , όσο, εάν και όποτε θέλεις. Μία πλάτη ζήτησα. Εχασα. Σ έχασα.

Το γούστο είναι υποκειμενικό πράγμα μα χρειάζεται θράσος να στολίζεις βιτρίνα με σεντόνια λουλουδάτα τσιρλί. Η κυρά Παναγιώτα στο Πάπιγκο μάλλον θα διαφωνούσε βέβαια. Η ταβέρνα έκλεινε νωρίς ή πήγαμε για φαγητό αργά, δε θυμάμαι . Ενα καυγαδάκι στο κρύο επιβάλλεται άλλωστε ως προθέρμανση. Ο ταβερνιάρης μας έδωσε το επιδόρπιο ,μπακλαβαδάκια σιροπιαστά για Michelin , σ ένα αλουμινένιο ταψάκι. Αργότερα , χαζεύοντας ΝΕΤΦΛΙΞ , το αναποδογύρισα πάνω στα σεντόνια. Δεν είπες τίποτα. Έφερες μια βρεγμένη πετσέτα και βάλθηκες να τρίβεις. Μύριζε μπαρούτι. Βγήκα στο μπαλκόνι. Τουρτούριζα κι έπιασα το τραγούδι.

«η σωτηρία της ψυχής είναι πολύ μεγάλο πράγμα, σαν ταξιδάκι αναψυχής κι ένα κρυμμένο τραύμα …….».

Όταν ξεκίνησα την Παπαλάμπραινα , το γάργαρο γελάκι σου σήμανε λήξη συναγερμού. Στρώσαμε ένα κουβερτάκι στον βρεγμένο λεκέ και ξημερώσαμε κώλο-κώλο.

 

Δεν τολμώ να κοιτάξω. Είσαι εσυ? Μακάρι να είσαι εσύ. Ακόμα κι έτσι,  νοιώθω πως μπήκα σε φορτιστή. Δεν κινούμαι μην καταρρεύσει ο κόσμος κι εσύ μαζί του. Ηχος κινητού ακούγεται στο βάθος της τσάντας σου, ψαχουλεύεις , κοιτάς ποιος είναι , το αφήνεις να γλυστρήσει. Δεν σταματά να χτυπά. Μάλλον εκείνος είναι. Σίγουρα εκείνος είναι. Σου θυμίζει ΠΟΥ ανήκεις.

Σκύβεις το κεφάλι χαμηλά δεξιά, κάνεις μισή στροφή δεξιά και χάνεσαι.

Σηκώνω το κεφάλι ψηλά αριστερά προς τον ουρανό : το στανιό μου μέσα !! κάνω μισή στροφή αριστερά και εξαχνούμαι.

Τα είδωλα μας κολλημένα στη βιτρίνα. Χεράκι-Χεράκι.

 

Υ.Γ. Η προφορά σου ήταν άθλια αλλά πόσο βάλσαμο την άκουγα πριν αποκοιμηθώ στη μασχάλη σου.  https://www.youtube.com/watch?v=Az73xtKbOIA.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου