Παίχτηκε μαλακία . Εντάξει δεν φταίς , αλλά παίχτηκε μαλακία. Κοιμάμαι μόνο στο απόλυτο σκοτάδι , το ξέρεις. . Δεν έχει σκούρες κουρτίνες το γαμωδωμάτιο. Μπαίνει όλη η νύχτα μέσα και δεν μπορώ. Κι απόψε το Μπλέ φεγγάρι, η πιο μεγάλη πανσέληνος του χρόνου λένε , κάνει τα πάντα μέρα.
Λίγες ώρες πρίν , καθισμένοι στα μάρμαρα των Δελφών περιμέναμε με προσμονή να εμφανιστεί. Όταν ξεπρόβαλε μέσα από τη θάλασσα , με κοίταξες λαχταρώντας κουβέντες που λέν τα ερωτευμένα ζευγαράκια. Άλλο ένα περίφημο τσιτάτο Γιώργος handmade. Δεν είπα κάτι, μάλλον έμεινα εκκωφαντικά βουβός κοιτάζοντας σε , γιατί δάκρυσες. Εβγαλα το φλασκί με το ουίσκυ και στο πρότεινα . Ηπιες μία με αποστροφή.
Τι να σου λέω . Αν μιλήσω ίσως μου φοβηθείς και φύγεις. Το φορτίο να σου φανεί τεράστιο ν αντέξεις.
Σε όλες τις διαδρομές υπάρχει και τέλος. Είσαι το τέλος . Το δικό μου τέλος, μετά από χρόνια ταλαιπωρημένα αναζήτησης. Στο σημείο μηδέν που σήκωσα τα χέρια και παραδόθηκα , εμφανίστηκες.
Είχα ήδη προσχωρήσει στο δόγμα , τα τσιγάρα ,τα ποτά και τα ξενύχτια , πλάσαρα όμορφα την παραμύθα « κανείς δεν είναι κανενός « σε ανυποψίαστες αγχωμένες σαράντα something. Και ήρθες. Ηρθες γαμώτο.
Η λέξη τέλος κρύβει μία θλίψη , μπορεί και ανακούφιση. Στο πρόσωπο σου σημαίνει γαλήνη , κρύβει Ιθάκη. Στην αγκαλιά σου τράβηξα χειρόφρενο, έσβησα τη μηχανή, πέταξα τα κλειδιά.
Το φως είναι εκτυφλωτικό , σαν μέρα μεσημέρι. Ψηλαφώ να βάλω κάτι στο πρόσωπο να σκοτεινιάσει. Με κοροιδεύεις γιατί συνηθίζω να κοιμάμαι με το εσώρουχο σου στη μούρη. Κάνω έτσι ωραία όνειρα.
Κοιμάσαι ως συνήθως άτσαλα με τη μαλλούρα ανάκατη. Μέσα στη νύχτα αναζητώ τα χείλη σου για να βεβαιωθώ αν βλέπω πρόσωπο ή σβέρκο. Ανασηκώνω το σεντόνι και σε θαυμάζω αλλά δεν είναι αυτό που χρειάζομαι τώρα. Δεν μου πάει να σε ξυπνήσω αλλά ξέρεις τι χρειάζομαι.
Το κορμί κοιμάται και ξεκουράζεται. Τα μάτια της ψυχής όμως ξαγρυπνάνε. Σκέψεις, άγχη, υποχρεώσεις , άχρηστες πληροφορίες. Η ψυχή δεν ξεκουράζεται , τριγυρνάει τις νύχτες σαν αγρίμι. Ξυπνάς, νοιώθεις ευδιάθετος , μα κάτι δεν πάει καλά. Και δεν ξέρεις τί.
Εσύ, μόνο εσύ , ακουμπάς απαλά το χεράκι σου στα μαλλιά μου ( που δεν τα βάφω γεροξούρες) , και αποκοιμιέμαι. Κλείνουν τα ματάκια της ψυχής και κενό, απόλυτο σκοτάδι. Μη με ρωτήσεις ποτέ αν προτιμώ να κάνουμε έρωτα ή να χουζουρεύω στην αγκαλιά σου γιατί θα δυσκολευτώ. Ψέμα δεν θα σου πώ ποτέ. Μη με ρωτήσεις.
Στοιχειωμένη νύχτα η αποψινή. Πέταξα το σεντόνι και γλύστρησα απ το κρεβάτι . Φως δεν άναψα . Βρήκα στο σκοτάδι το σακβουαγιάζ κι έριξα μέσα τα υπάρχοντα μου. Ντύθηκα αθόρυβα. Αφησα στην καρέκλα το κασκόλ μου για να σε κρατάει ζεστή. Με τα παπούτσια στο χέρι , έκλεισα απαλά την πόρτα. Σκύβοντας να τα φορέσω μ έπιασε ένα κλάμα βουβό. Ένα κλάμα που ξεπλένει την ψυχή στα τρίσβαθα. Το ξημέρωμα με βρήκε στα εκδοτήρια των ΚΤΕΛ.
« Ο Σκορπιός είπε στο βάτραχο : ήξερες τι ήμουν όταν με σήκωσες στην πλάτη σου. Δεν φταίω εγώ που σε τσίμπησα . Αυτή είναι η φύση μου ! «.
Amantes, amentes.