Δευτέρα 5 Οκτωβρίου 2020

Ενας κάποιος Σωτήρης


Σου έχει συμβεί και σένα. Καλεσμένος στην Άγρια Δύση της ελληνικής επαρχίας. Να διασχίζεις χωριά έρημα . Χωριά φαντάσματα, λίγα μόλις χιλιόμετρα από τον πολιτισμό. Σπάνια συναντάς κάποιον ηλικιωμένο που λιάζεται καθισμένος  στο χαγιάτι ή  την κυρούλα που σέρνει το βήμα της ανάμεσα σε ντενεκέδες λαδιού- αυτοσχέδιες γλάστρες.

Κι αυτό το ενοχικό συναίσθημα που σε πιάνει. Φτάσαμε έως εδώ , να δούμε τουλάχιστον κάνα αξιοθέατο ρε φίλε.

Εκεί στα ορεινά της Αρκαδίας , πάνω από τη Μεγαλόπολη, μην ψάχνεις για σήμανση. Ουδέ περαστικό να ρωτήσεις. Χωρίς κινητό την πάτησες. Ψαχτήρι στο ψαχτήρι εντοπίστηκε αρχαιολογικός χώρος λέει. Αρχαία  Λυκοσούρα. Κατά που πέφτει ?

Μπαίνεις στο ομώνυμο χωριό και ξαναβγαίνεις. Και το πίσω πάλι. Διασχίζεις τη δημοσιά μπρος -πίσω και το GPS τραλαλά. Έβγα στο ξέφωτο να πάρεις πληροφορίες τηλεφωνικές Γιωργάκη.

Στην εμπασιά  του χωριού , στα πεντακόσια μέτρα, φουρκέτα στροφή δεξιά . Ανηφορίζοντας τίποτα δεν σε προϊδεάζει , ούτε κι όταν βλέπεις δεξιά έναν περιφραγμένο χώρο .

Αρχαία Λυκοσούρα, η πρώτη κατά τον Παυσανία πόλη στον κόσμο.

Στην είσοδο περιμένει καταηλιού,  ψιλόλιγνος τύπος με τσαντάκι  μπανάνα περασμένο χιαστί και μάσκα στο πρόσωπο. Φύλακας αρχαιοτήτων Σωτήρης.

Ακούγοντας τ αμάξι νάρχεται , πετάχτηκε από το δωματιάκι -γραφείο-απ όλα και μας υποδέχθηκε με χαρά. Σαν να είχε μέρες ν ανταμώσει ψυχή.

Μετά τις συστάσεις μας οδήγησε έξω από τον περίβολο. Διασχίσαμε τον χωματόδρομο μέχρι το απέναντι χωράφι. Ξεκλείδωσε το λουκέτο της περίφραξης και πριν μας αφήσει να περιηγηθούμε στον χώρο των αρχαίων λουτρών, στυλώθηκε σαν λιμοκοντόρος.

Άνοιξε γοργά το τσαντάκι , έβγαλε το κινητό του και διηγώντας μας ιστορικά στοιχεία για τον χώρο που θα δούμε, ιστορικά και  χωροταξικά που διάβασε στο διαδίκτυο, σκρόλλαρε και φωτογραφίες με παλιά σχέδια, φωτογραφίες και γκραβούρες. Περάστε.

Όση ώρα τριγυρνούσαμε ανάμεσα στα χαλάσματα, κυριολεκτικά παρατημένος χώρος, ο Σωτήρης διακριτικά παρακολουθούσε από ψηλά. Μια στιγμή μόνο πετάχτηκε στο ξέφωτο να μου δείχνει με το μακρύ του χέρι το μονοπάτι που οδηγούσε στην αρχαία πισίνα και μάταια έψαχνα να το βρω ανάμεσα στα πουρνάρια. Εκεί δίπλα από τη συκιά.

Ανηφορίσαμε ξανά και μπήκε στη θέση της  η αλυσίδα και το λουκέτο. Επιστρέψαμε στον περίβολο και τότε παρατήρησα πίσω από τα δένδρα, ένα ψηλό κτίριο , απρόσωπο σαν αποθήκη . Πάνω του είχε απαγκιάσει το καμαράκι του φύλακα.

Ο Σωτήρης με επίσημο  πλέον ύφος. Κατασκευής 1890 παρακαλώ. Το μουσείο είναι αλλά καλλίτερα να το δείτε μετά.  Κατηφορίσαμε δεξιά και στα ριζά ενός μονοπατιού που έφευγε κάτω , ξεκίνησε η δεύτερη αφήγηση. Καταιγισμός πληροφοριών, Παυσανίας, ο μεσσήνιος  γλύπτης Δαμοφώντας , Λούβρο, να και οι φωτογραφίες, να σχέδια περιηγητών τις εποχής και το σκρολλάρισμα μπρος πίσω. Η Δέσποινα ,  θεότητα  ή και πρωθιέρεια του ναού ήταν αμφιλεγόμενη προσωπικότητα.

Χαμήλωνε συνωμοτικά τη φωνή όταν μιλούσε για θρύλους , δοξασίες και αρχαία κουτσομπολιά. Επανάφερε την χροιά και την ένταση για την βικιπαιδεία.

Κατεβείτε με προσοχή το μονοπάτι. Δεξιά ξεκινά το περιστύλιο, εκεί οι βωμοί, στο βάθος αριστερά ο ναός και το αμφιθεατράκι.

Πινακίδες καρφωμένες να δείχνουν απεριποίητα σημεία. Ένας αρχαιολογικός χώρος διαμάντι στα αζήτητα. Άλλος ένας.

Μας περίμενε στην είσοδο του μουσείου. Τα παλιά κλειδιά έσκουξαν στην κλειδαριά. Είσοδος στον χώρο, έμεινα ενεός ( μλκ δηλαδή) . Τόσος πλούτος αγαλμάτων, αρχαιολογικών ευρημάτων στην ψηλοτάβανη αποθήκη.

Η καθιερωμένη πλέον ξενάγηση διήρκεσε κανά  δεκαπεντάλεπτο. Το κινητό του τάφτυσε  κυριολεκτικά. Τι να πρωτοθαυμάσεις.  Και για τι να πρωτοθυμώσεις. Δέος, συγκίνηση και θλίψη.

Με την άκρη του ματιού του με τσέκαρε να περιεργάζομαι το βιβλίο επισκεπτών κάπου ακουμπισμένο. Έβγαλε διακριτικά από το τσαντάκι του σπορτ Μπίλλυ ένα υγρό μαντηλάκι και σκούπισε το BIC. Εντολή (?) να γράψω.  Έγραψα.

Ο Σωτήρης είναι πενταμηνίτης. Κάθε μέρα ανεβαίνει στον χώρο από τις οκτώ έως τις τρεις. Επιστρέφει Μεγαλόπολη όπου κατοικεί. Τη νύχτα ο χώρος είναι αφύλακτος. Η πεντάμηνη σύμβαση Απρίλιο με Αύγουστο. Μετά  ο χώρος παραμένει έρημος.

Αναχωρήσαμε με ευγνωμοσύνη . Αποφύγαμε τις γλυκερές σελφις. Στο καθρεφτάκι τον έβλεπα να μας κοιτά χωρίς να μας βλέπει. Ευτυχής που έκανε  τη δουλειά του. Κι ας το ξέρουμε μόνο οι τρεις μας.

Αγάπη για τα λουκέτα και τα κλειδιά, αγάπη για τις πέτρες και τ απομεινάρια, αγάπη για τα ακρωτηριασμένα αγάλματα και τις ζωοφόρους. Αγάπη μυστική. Γι αυτό αγάπη.

Το κείμενο αυτό δεν αντέχει επίλογο. Για όλους τους Σωτήρηδες , σεβασμός. Και σιωπή.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου